κείσθω

κείσθω
κέω
to lie down
pres imperat mp 3rd sg (attic epic)
κεῖμαι
Aër.
pres imperat mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …   Dictionary of Greek

  • τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”